Αυτή
Αν ήμουν μια σκέψη σου θα ένιωθα καλύτερα. Αλλά δεν είμαι ούτε αυτό. Είμαι για σένα αντικείμενο μελέτης, το ραβδί που ψάχνει λίγο χρυσό ανάμεσα στις φιλάργυρες ζωές μας. Είσαι γεμάτος δόλο. Με εκμεταλλεύεσαι όσο δεν πάει. Αν σταματήσω να σου μιλάω να δούμε πως θα γράφεις τα βιβλία σου. Ότι κάθομαι και σου λέω, την επομένη μέρα το βρίσκω γραμμένο. Γράφεις αλλά τη νύφη την πληρώνω εγώ. Ευτυχώς που δεν γράφω κι εγώ αλλιώς θα σκοτωνόμασταν κάθε μέρα. Όλη μέρα δεν εκπέμπεις παρά ψύχος. Με θέλεις μόνο σαν εξάρτημα. Σαν ζώο εργασίας. Θέλεις μόνο να κυριαρχείς πάνω μου. Μ’ έχεις καταντήσει σκλάβα που περιμένει κάποια απελευθέρωση, την οποία ίσως κάποτε μου παραχωρήσεις. Όταν θα’ χεις βρει ίσως μιαν άλλη. Σαν έρημος στέγνωσα κοντά σου, που θέλει πότισμα. Έσταξες καμιά φορά κι έγλειψες κόκκινο κρασί από τις ρόγες μου για δυο ολόκληρες ώρες, για να νιώσω κι εγώ κάτι; Μου ψιθύρισες ποτέ βρομόλογα στο αυτί; Εσύ τελειώνεις στο πι και φι. Ούτε ένα λεπτό δεν κρατάς. Ούτε ένα λεπτό. Είμαι για σένα η ανάπαυλα του ενός λεπτού και του ενός τσιγάρου, λίγο πριν ξαναρχίσεις το γράψιμο. Λίγο πριν κρυφτείς πίσω από ένα νέο παραπέτασμα καπνού.
Αυτός
Σπάω το βουλοκέρι της σάρκας μου. Δεν θέλω πια να φάω, να πιω, ν’ αναπνέω, ν’ αγαπήσω γυναίκα, άντρα παιδί ζώο. Δεν θέλω να πεθάνω. Δε θέλω να σκοτώνω. Θέλω να γράφω. Θέλω να κατοικήσω στις φλέβες μου, στο μεδούλι των οστών μου, στον λαβύρινθο του κρανίου μου. Αποσύρομαι στα εντόσθιά μου. Κάθομαι στα σκατά μου και στο αίμα μου. Οι σκέψεις μου είναι πληγές στο μυαλό μου. Το μυαλό μου είναι μια ουλή. Θέλω να είμαι μια μηχανή που καταγράφει ιστορίες. Δεν είσαι η ερωμένη μου, είσαι το αναπηρικό καροτσάκι του μυαλού μου. Μεταβάλω το γάλα του στήθους σου σε θανατηφόρο δηλητήριο. Πνίγω τον κόσμο που γέννησες ανάμεσα στα σκέλη σου. Τον θάβω στον κόλπο σου ξανά. Κάτω η ευτυχία της υποταγής. Περνάω κρατώντας μπαλτάδες μες απ’ τη μήτρα σου. Γράφω, για μένα, σημαίνει ανοσία στον πόνο.