Κάνω χρόνια αυτή τη δουλειά. Μετά το πέρας της υπηρεσίας έρχομαι εδώ και σκάβω. Σκάβω αργά με προσήλωση. Τριανταπέντε χρόνια δουλειάς. Μετά το οχτάωρο. Τριανταπέντε χρόνια σκάψιμο. Κάθε μέρα. Έστω και μια φτυαριά. Μια φτυαριά τη μέρα είναι άλλωστε λογαριασμός για το έργο. Για να θεωρείσαι εργάτης σκαφτιάς πρέπει κάθε μέρα να ρίχνεις έστω μια φτυαριά. Όπως για να θεωρείσαι συγγραφέας αρκεί μια αράδα κάθε μέρα. Το σκάψιμο με βοηθάει να σκέφτομαι. Κάθε φτυαριά είναι και μια σκέψη. Τώρα σκέφτομαι πως τελειώνει το οχτάωρο των τριανταπέντε χρόνων τελειώνει και το σκάψιμο. Ονειρεύομαι να φύγω για κει που είναι καλοκαίρι όλο το χρόνο, για το υπόλοιπο της ζωής μου. Να αφήσω πίσω τα τριανταπέντε χρόνια δουλειάς. Κάθομαι και θαυμάζω αυτό το έργο τέχνης που έφτιαξα με τα χέρια. Δύσκολα μπορώ να το αποχωριστώ. Μα με συγκινεί το γεγονός ότι κάποια στιγμή θα επιστρέψω πάλι εδώ. Ο λάκκος που έσκαψα είναι τόσο ίσιος που μπορείς να στρώσεις χάμω και να κοιμηθείς. Έχει βάθος γύρω στο ένα ογδόντα, δείχνει μια χαρά, μπορείς να δώσεις έναν πήδο και να μπεις μέσα.