«Μόνος, είμαι πάντα τόσο μόνος», επανέλαβε ο άνθρωπος που βρισκόταν Μέσα. Οι λέξεις του άγγιξαν στα τρίσβαθα τον άνθρωπο που ερχόταν απ’ Έξω, ο οποίος του είπε εξομολογητικά, «το ίδιο κι εγώ, είμαι τρομερά μόνος». «Μα, νόμιζα πως στον έξω κόσμο δεν είναι κανείς μόνος», είπε με έκπληξη ο άνθρωπος που βρισκόταν Μέσα.
Category Archives: ΜΙΚΡΑ ΠΕΖΑ
Αξιωματικός υπηρεσίας
Η βιβλιοθηκάριος Τζένη
Στις ερωτήσεις για την αγάπη έδινε απαντήσεις για τον έρωτα. Η βιβλιοθηκάριος Τζένη, η παλαιοτέρα υπάλληλος της μικρής μας πόλης, ανύπαντρη, γεροντοκόρη κατά τα κοινώς λεγόμενα, δέχτηκε να μιλήσει για τη ζωή και την καριέρα της. Ο εκκολαπτόμενος δημοσιογράφος της έκανε περίεργες και στριφνές ερωτήσεις. Πάντα οι αρχισυντάκτες στις μεγάλες εφημερίδες ζητάνε δύσκολα πράγματα απ’ τους μαθητευόμενους μάγους της δημοσιογραφίας. Μα η βιβλιοθηκάριος Τζένη απαντούσε με άνεση. Κάθε απάντησή της υπήρχε μέσα στα βιβλία που τακτοποιούσε με ζήλο στα ράφια όλη της τη ζωή. Ακόμα και κάθε της παύση είχε τη στίξη του αγαπημένου της συγγραφέα. Ο δημοσιογράφος ένιωσε πως η βιβλιοθηκάριος Τζένη τού έκανε δώρο ένα καινούργιο, εύθραυστο και αβέβαιο κομμάτι του εαυτού του. Κάθε απάντησή της ήταν ένα ερωτικό κάλεσμα. Εν κατακλείδι η απάντηση στις ερωτήσεις σου είναι ο έρωτας, τού είπε και του έδειξε το βάθος του διαδρόμου στο ημίφως ανάμεσα από τόσα βιβλία και τόσες απαντήσεις. Και τον πήρε απ’ το χέρι να τον οδηγήσει εκεί στο βάθος. Κι εκείνος τη ρώτησε, τι είναι εκεί στο βάθος; Εκεί στο βάθος είναι ο θάνατος του απάντησε, αλλά μη φοβάσαι.
Ψεύτικες βλεφαρίδες
Και να που στρίβεις στη γωνία και τη βλέπεις μπροστά σου. Την πρώτη σου αγάπη. Εκείνο το θαυμάσιο κορμί. Εκείνο το γλυκό πρόσωπο. Εκείνο το σταρένιο χρώμα στο δέρμα του λαιμού. Εκείνα τα μάτια που σε διαπερνούν, εκείνες τις φοβερές γάμπες που σε σκλαβώνουν. Αλλά, στρίβοντας στη γωνία δε βλέπεις παρά όλα αυτά που χάθηκαν για πάντα. Μονάχα ο κίτρινος ήλιος που τρεμοπαίζει κι η αφόρητη ζέστη κι όλα όσα χάθηκαν μέσα σ’ ένα πιθάρι από λίπος, ρυτίδες, σακούλες στα μάτια, λεκέδες, κιρσούς, βαφές μαλλιών, μακιγιάζ και ψεύτικες βλεφαρίδες. Κυρίως ψεύτικες βλεφαρίδες.
Άρλεκιν
Αυτή φυλακισμένη σε κουζινάκι της ενδοχώρας. Αυτός ράθυμος ηδονιστής. Συναντιούνται τόσο αργά όσο η φωτιά με το νερό. Αυτός τη χαϊδεύει στα γόνατα. Αυτή παίρνει το χέρι του στο χέρι της. Αυτή οκνηρή μα ηδονική. Οι λέξεις σα να τις έχει κυλήσει στον ουρανίσκο πριν τις εγκαταλείψει στο κενό. Αυτός την αγκαλιάζει. Η σάρκα της αφράτη και ζεστή. Αυτός είναι ότι αυτή ποθεί κι ονειρεύεται. Αυτός τη ρίχνει στο κρεβάτι. Σκύβει πάνω της. Αυτός γλιστρά το δάχτυλό του μέσα της. Την τραβά πάνω του και βυθίζεται μέχρι τέρμα. Αυτή του γλείφει το λαιμό, τις μασχάλες και τ’ αυτιά. Αυτή βγάζει βαθύ αναστεναγμό κι αφήνεται πάνω του. Αυτός τη γυρίζει ανάσκελα και της σηκώνει τις γάμπες πάνω απ’ τον ώμο. Αυτή πονάει και ουρλιάζει και χτυπιέται. Αυτός δεν μπορεί να κρατηθεί. Τραβιέται κι αφήνει ελεύθερο το χείμαρρό του στον αφαλό της. Αυτή ξαπλωμένη ανάσκελα. Τα μάτια της γυαλίζουν. Οι γάμπες της μισάνοιχτες κι η σάρκα της ανατριχιάζει ελαφρά. Αυτός ξεψυχισμένος δίπλα της. Αυτός ένας ράθυμος ηδονιστής. Αυτή φυλακισμένη σε κουζινάκι της ενδοχώρας. Με τα μανίκια ανασηκωμένα μαγειρεύει για το σύζυγο και τα παιδιά. Το κορμί της σιγοβράζει κάτω απ’ το μαύρο μακό, μακριά απ’ όλες τις προκλήσεις. Απ’ το καλό και το κακό.
Νυχτερινή έξοδος
Μόλις επέστρεψαν απ’ τη νυχτερινή τους έξοδο. Σχεδόν ξημερώματα. Μπροστά στην πόρτα του σπιτιού τους κείτονταν μια φιγούρα. Μιαν ανθρώπινη φιγούρα σκεπασμένη με βρεγμένες εφημερίδες. Μια βρόμικη και μαλλιαρή μορφή που ’χε καλυμμένο το πρόσωπο μ’ ένα ξεφτισμένο καπέλο. Έμοιαζε με κλόουν που κάνει το νούμερο του πεθαμένου στο τσίρκο. Διάολε! μουρμούρισε ο άντρας και πλησίασε με κάποια προφύλαξη. Έσπρωξε με το πόδι του τη μορφή και ψιθύρισε: πεθαμένος είναι. Η γυναίκα έσκυψε και τράβηξε το καπέλο απ’ το πρόσωπο του νεκρού. Είχε μιαν έκφραση ευχαρίστησης κι ένα ηδονικό μειδίαμα χαράς κάτω απ’ τα γένια και τη βρώμα. Ο άντρας έβαλε ξανά το καπέλο στο πρόσωπο του νεκρού και τηλεφώνησε στην αστυνομία, λέγοντας πως, ένας αλήτης είχε βρεθεί νεκρός μπροστά στην πόρτα του σπιτιού τους. Ο άντρας με τη γυναίκα του έχοντας ανεπτυγμένο το αίσθημα του καλού πολίτη, αποφάσισαν ν’ αναλάβουν τα έξοδα της κηδείας για να μην καταλήξει το πτώμα στον κοινό τάφο των αστέγων του δημοτικού κοιμητηρίου, μιας κι είχε βρεθεί μπροστά στην πόρτα του σπιτιού τους. Μάλιστα αποφάσισαν πως θα κάνουν μιαν ευπρόσωπη κηδεία πρώτης τάξης καλώντας συγγενής, φίλους και γνωστούς, που για έναν αλήτη δίχως όνομα ήταν μια πολυτέλεια, την οποία όσο ζούσε δε μπορούσε να τη διανοηθεί.
Άνεμος
Αυτή έχει σκύψει σε ορθή γωνία. Αυτός, της έχει κατεβάσει το παντελόνι και την κιλότα μέχρι τα γόνατα. Όρθιος προσπαθεί να βρει στόχο. Κάθε τόσο σαλιώνει το πέος του. Διαρρηγνύει τον πρωκτό της κι αυτή κρατιέται να μη βογκήξει. Προσπαθεί να μείνει ασάλευτη στη στάση της, να τον ικανοποιήσει πλήρως. Νιώθει το σφικτήρα της έτοιμο να σπάσει. Φυσάει. Ξαφνικά βλέπει ένα χαρτονόμισμα κάτω στο χώμα να το παρασέρνει ο άνεμος.
Φετίχ
20 πολύ μικρά πεζά
ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ
Οι ερωμένες μου έχουν γίνει φαντάσματα και ιστορίες μέσα σε βιβλία και ποιήματα. Συναντιόμαστε, συνήθως, στον ύπνο μου. Πίνουμε καφέ, συζητούμε για τα παλιά κι επιδιδόμαστε σε ανάρμοστες πράξεις.
ΕΦΟΔΟΣ
Έγραφε με τόσο πάθος που ξεχάστηκε νηστικός και διψασμένος για μέρες. Οι γείτονες ανησύχησαν. Έσπασαν την πόρτα του. Μα αυτός είχε ήδη δραπετεύσει στα γραπτά του.
ΖΕΥΓΑΡΙ
Αυτή ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Το δωμάτιο σκοτεινό. Μια λουρίδα φως διαγράφεται στο πάτωμα απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα. Μια βρύση ανοίγει κάπου στο διαμέρισμα κι αρχίζουν να σφυρίζουν οι σωλήνες που είναι σα να την έχουν περικυκλώσει. Αυτός ανοίγει την πόρτα. Κρατά ένα ποτήρι νερό. Τι κάνεις στα σκοτεινά; τη ρωτά, την ώρα που το χέρι του ψαχουλεύει στον τοίχο το διακόπτη για ν’ ανάψει το φως.
ΠΛΑΣΙΕ
Ξέρει ποια πόρτα να χτυπήσει, με ποιών τα νερά να πάει. Ξέρει να δακρύζει την κατάλληλη στιγμή. Ξέρει πώς να ερωτοτροπήσει με τη μάνα και τη κόρη συνάμα. Θαρρείς πως είναι ένας άγιος. Κι είναι πράγματι ένας άγιος με τη σύγχρονη έννοια. Ένας μολυσμένος άγιος που μιλάει με μιαν ανάσα για την αγάπη, την ισότητα, την αδελφοσύνη, τις εγκυκλοπαίδειες, τη βίβλο, τα εσώρουχα και πάει λέγοντας.
ΛΗΔΑ ΚΑΙ ΚΥΚΝΟΣ
Συμβαίνει να είναι νέγρα, ψωμωμένη κι όμορφη σαν πάνθηρας. Αυτός γέρος σχεδόν που πρέπει να διεγερθεί για τα καλά. Της κάνει δώρο έναν πολύχρωμο παπαγάλο μέσα σ’ ένα στενό κλουβί. Λέει πάντα πως αυτό είναι το κόλπο με τη Λήδα και τον κύκνο και πως το πετάρισμα των φτερών την καυλώνει τρομερά.
ΕΜΗΝΟΠΑΥΣΗ
Τίποτε δεν προμηνούσε πως, τουλάχιστον σύμφωνα με το ημερολόγιο, πλησίαζε η άνοιξη.
ΝΥΧΤΑ
Μένω ξάγρυπνος συχνά ως αργά τη νύχτα. Ακούω το παθιασμένο αλύχτημα ενός σκύλου, πέρα μακριά. Την απόγνωση στο ασταμάτητο γάβγισμα. Τη σκυλίσια του δυστυχία έξω απ’ τα όρια της ανθρώπινης λογικής. Χωρίς να ξέρει το τι ή το γιατί, χωρίς να ξέρει πως άρχισε ή γιατί θα έπρεπε κάποτε να σταματήσει.
ΣΤΟ ΜΕΤΡΟ
Συναντηθήκαμε στο μετρό. Χωρίς να πούμε κουβέντα, αγκαλιαστήκαμε σφιχτά. Αυτή ένοιωσε με το στήθος της το χτυποκάρδι μου κι εγώ μύρισα τη βαναυσότητα των πρώην αξιοσέβαστων οργασμών της.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Με ρώτησε για τα γούστα μου και πως θα ’θελα να πεθάνω. Της απάντησα πως θέλω να πεθάνω από κάποιο αφροδίσιο στο καρναβάλι του Ρίο στη Βραζιλία και πως τα γούστα μου είναι απλά. Φαγητό, ποτό, γυναίκες και βιβλία. Και προσωπική μπανιέρα. Α ναι, κυρίως αυτό!
ΔΥΟ ΦΟΥΣΚΑΛΙΑΣΜΕΝΑ ΔΑΧΤΥΛΑ
Μονίμως κουρασμένοι. Τρώγονται μεταξύ τους σαν δυο φουσκαλιασμένα δάχτυλα. Κάνουν έρωτα αδιάφορα κι αποκοιμιούνται, για να ξυπνήσουν αργότερα ζευγαρωμένοι, με το πέος του ακόμα σκληρό και άκαμπτο μέσα της.
ΑΣΦΑΛΗΣ ΚΑΙ ΕΥΔΑΙΜΩΝ
Αργά το βράδυ έπιασε βροχή. Ο αέρας έφερνε με δύναμη τις σταγόνες στο παράθυρο. Πότε-πότε θαρρείς και πετούσε κάποιος χούφτες με χαλίκια. Όταν ξύπνησα μέσα στη νύχτα έριχνε ακόμα κατακλυσμό. Η μανία της νεροποντής μού δημιούργησε ένα αίσθημα ασφάλειας. Κοίταξα το γάτο μου, που φαινόταν να πιστεύει στον εαυτό του όσο κι εγώ. Ασφαλής και ευδαίμων. Τελείως άφοβος στο μεταξύ, κουλουριασμένος πάνω στις στρωμένες εφημερίδες στο πάτωμα του μπάνιου, περιμένοντας να μαγειρέψω κάτι νόστιμο για τους δυο μας στο καμινέτο του γκαζιού.
ΓΡΑΦΕΙΑ
Περνώ τη μισή μου ζωή σε γραφεία δίχως παράθυρα. Συσκευές τελευταίας τεχνολογίας ρυθμίζουν την υγρασία και τη θερμοκρασία με απόλυτη ακρίβεια. Ένας χλωμός φωτισμός από νέον με κάνει να φαντάζομαι πως βρίσκομαι αρκετά μέτρα κάτω απ’ τη γη. Τα πατώματα είναι καλυμμένα με χαλί απ’ άκρη σ’ άκρη έτσι ώστε αν κάποιος υψώσει τη φωνή του αυτή να πνιγεί προτού ακουστεί. Όμως εδώ ποτέ κανείς δεν υψώνει τη φωνή του!
HYDE PARK
Είναι Κυριακή πρωί. Ο ήλιος εμφανίζεται σποραδικά. Οι Λονδρέζοι ορμούν στο μεγάλο τους πάρκο, ξεσκεπάζοντας γόνατα και μηρούς, μπράτσα και ώμους, με μια γαλακτερή ασπρίλα, σα να ’χουν βγάλει πρόσφατα τους επιδέσμους.
ΕΠΙΣΚΕΨΗ
Το μακρύ λευκό της νυχτικό την δείχνει πιο αδύνατη από κάθε άλλη φορά. Τα χέρια της είναι γυμνά και κοκκαλιάρικα κάτω απ’ τους αγκώνες. Οι γαλάζιες φλέβες ξεχωρίζουν πάνω στο άσπρο δέρμα. Το μέτωπο ζαρώνει και φαίνεται έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Η Βουλγάρα αποκλειστική σχεδόν μεθυσμένη και σχεδόν παρανοϊκή με παροτρύνει να σηκωθώ πιάνοντάς με απ’ τον ώμο. Της γυρίζω την πλάτη χωρίς να την κοιτάξω. Αφήνω το συμπυκνωμένο χυμό και τα μπισκότα πάνω στο κομοδίνο και προχωρώ αργά προς την έξοδο στο βάθος. Εκείνη, αναρωτιέται αν θα γυρίσω να τη δω. Όταν φτάνω στην πόρτα της ρίχνω ένα φευγαλέο βλέμμα. Επιστρέφω στο χολ και διασχίζω το διάδρομο. Κατεβαίνω την περιστρεφόμενη σκάλα, βγαίνω απ’ την είσοδο του σπιτιού, στρίβω στη γωνία κι από κει τραβώ προς την παραλία όπου είχα παρκάρει το αμάξι μεσ’ τη λιακάδα.
ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ
Είναι ξύπνιος πολλές ώρες. Ξενυχτά. Γράφει. Το πρωί πηγαίνει στη δουλειά. Ανταλλάσει μονάχα τις απαραίτητες κουβέντες. Έχει μάτια κατακόκκινα πρησμένα. Αποφεύγει τα βλέμματα. Πολλές φορές τους μιλά ψυχρά, αλλά, κατά τη γνώμη του, με περισσότερη αξιοπρέπεια απ’ ότι αυτοί. Περιμένει τη νύχτα για να γράψει πονεμένα γραπτά. Να στραγγίξει το σώμα του το νυχτέρι. Ν’ αφήσει έργο πίσω του γι’ αυτούς. Αυτός ο βαθύτατα ανθρωπιστής. Που ίσως αγαπάει τον ανθρωπισμό περισσότερο απ’ τους ανθρώπους.
ΛΟΓΙΑ
Είμαστε πλασμένοι ο ένας για τον άλλο της είπε, μέσα σ’ ένα απ’ αυτά τα χαμηλά ομοιόμορφα σπίτια από μπετόν όπου οι συζυγικές αντιζηλίες φαίνονται πιο καθαρά.
ΣΧΟΛΙΚΗ ΑΙΘΟΥΣΑ
Κάθε αβεβαιότητα τροχίζεται εκεί πάνω. Σε τούτη τη σταθερή ακτινοβολία. Σε τούτο το άγρυπνο και επικριτικό μάτι του Ιησού.
ΜΕΣΗΜΕΡΙΑΝΟ
Ένας φιλήσυχος κουλτουριάρης τρώει τα αρνίσια του παϊδάκια σε ρεστοράν της Εμμανουήλ Μπενάκη. Έχει ανοιχτό μπροστά του ένα βιβλίο και ταυτοχρόνως διαβάζει απορροφημένος. Το πιρούνι του σκοντάφτει σε κάτι μαλακό ανάμεσα στο λίπος και το κρέας. Καθώς το σκαλίζει με το μαχαίρι πετάγεται μια χοντρή άσπρη κατσαρίδα. Αρχίζει να κάνει εμετό κι απ’ το στομάχι του ξεχύνεται ένα ατέλειωτο ποτάμι από τερατώδεις κατσαρίδες. Όλες ζωηρόχρωμες και ορισμένες με κατσαρές φουντωτές ουρές και μουστάκια.
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Σηκώνομαι κάθε πρωί απ’ το κρεβάτι και σκέφτομαι τις ώρες που θα ξοδέψω στο σχολείο, περιμένοντας το διάλειμμα ή το μεσημεριανό φαγητό. Σκέφτομαι τους καθηγητές μου, όλα αυτά τα κακόμοιρα πλάσματα που μου κλέβουν το χρόνο. Όλα αυτά τα ακατανόητα πράγματα φροντισμένα προκαταβολικά πριν από χρόνια.
4 ΕΚΑΤΟΣΤΑ
Το σπίτι κουνιέται σαν ξεχαρβαλωμένο δόντι σε σάπια ούλα. Ένα δυνατός θόρυβος ακούγεται από μια ρωγμή στα ντουβάρια. Το κρεβάτι μου έχει πάρει κλίση προς τον απέναντι τοίχο. Πετάγομαι απ’ τον ύπνο στο σκοτάδι ιδρωμένος και βλέπω πως, μάλλον το κτήριο γέρνει, αλλά με πολύ αργούς ρυθμούς. Ένας αιώνας ίσως συμβάλει μερικά εκατοστά. Ίσως τέσσερα εκατοστά το χρόνο. Όσο πλησιάζει η Ευρώπη την Αφρική.